επιμέλεια

επιμέλεια
η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής]
1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ.
β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.)
2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής χρονιάς»)
νεοελλ.
1. δικαίωμα και υποχρέωση προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την άσκηση δικαιοπραξιών
2. φροντίδα για την άρτια έκδοση συγγράμματος
μσν.
1. επιμονή
2. φρουρά
αρχ.
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστων
2. επιτροπεία, επίβλεψη ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελείᾳ — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέλεια — care bestowed upon fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμέλεια — η 1. φροντίδα, μέριμνα, ενεργό ενδιαφέρον: Η επιμέλεια της έκδοσης του λεξικού. 2. συνεχής και προσεκτική προσπάθεια για κάτι, εργατικότητα, ζήλος: Παρουσιάζει μεγάλη επιμέλεια στοσχολείο. 3. (νομ.), η ανάθεση με δικαστική απόφαση σε κάποιον της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμελείας — ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl (ionic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαι — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέλει' — ἐπιμέλεια , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc sg ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελειῶν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαις — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαισιν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείης — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”